- χλωρότητα
- χλωρότηςgreennessfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλωρότητα — η / χλωρότης, ητος, ΝΜΑ [χλωρός] η ιδιότητα τού χλωρού αρχ. 1. ωχρότητα, κιτρινάδα 2. φρεσκάδα 3. το ωχρό χρώμα που παίρνει ο χρυσός όταν αναμιγνύεται με άργυρο … Dictionary of Greek
AURUM — I. AURUM post reliqua metalla demum repertum est, velut dubitante secum Naturâ, an id luci permittere veller, quod homini tantopere esset nociturum. Certe iustissimum Plinii votum, l. 33. c. 1. Utinam posset e vita in totum abdicari aurum, sacra… … Hofmann J. Lexicon universale
αειθαλής — ες (Α ἀειθαλής) 1. (για φυτά) αυτός που θάλλει συνεχώς, που διατηρεί το φύλλωμά του σε όλες τις εποχές τού έτους 2. (για πρόσωπα) ο πάντα θαλερός, ακμαίος, σφριγηλός αρχ. 1. άφθαρτος, ακατάλυτος, αιώνιος 2. (το ουδ. ως ουσ. στη φρ.) «τὸ ἀειθαλὲς… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek
χλώρασμα — άσματος, τὸ, Α [χλωραίνομαι] χλωρότητα … Dictionary of Greek
χλωράδα — η η κατάσταση του χλωρού, η χλωρότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)